- νομιμόφρονας
- οαυτός που αγαπάει τη νομιμότητα, σέβεται και τηρεί τους νόμους: Νομιμόφρονες πολίτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νομιμόφρων — ον, αρσ. και νομιμόφρονας αυτός που σκέπτεται, πράττει και γενικά ζει σύμφωνα με αυτά που παραγγέλλουν οι νόμοι. επίρρ... νομιμοφρόνως με νομιμοφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμιμος + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. ματαιό φρων. Η λ. είναι πιθ. απόδοση… … Dictionary of Greek
φιλήσυχος — η, ο / φιλήσυχος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά την ησυχία, που αποστρέφεται τις έριδες και τις φιλονικίες νεοελλ. (κατ επέκτ.) νομοταγής, νομιμόφρονας («φιλήσυχος πολίτης»). επίρρ... φιλησύχως και φιλήσυχα Ν με φιλήσυχο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + … Dictionary of Greek
αστασίαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε στασίασε, ο νομιμόφρονας: Η δημοκρατία βοηθά τους πολίτες να μένουν αστασίαστοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νομοταγής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που υπακούει στο νόμο, νομιμόφρονας: Είναι νομοταγής πολίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλήσυχος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που αγαπά την ησυχία, που αποφεύγει τις φιλονικίες, ο ειρηνόφιλος, ο ειρηνικός: Φιλήσυχη ζωή. 2. φιλόνομος, νομοταγής, νομιμόφρονας: Φιλήσυχοι πολίτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλόνομος — η, ο αυτός που αγαπάει πολύ και σέβεται τους νόμους, ο νομοταγής, ο νομιμόφρονας: Στη δημοκρατία οι πολίτες πρέπει να είναι φιλόνομοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)